- κτιστεῖον
- κτισ-τεῖον, τό,A sanctuary of a founder, PLips.97 xiii7 (iv A.D., -ιον Pap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτιστείον — κτιστεῑον, τὸ (Α) [κτίστης] πάπ. βωμός τού ήρωα ιδρυτή πόλεως ή ιδρύματος … Dictionary of Greek